- κεφαλικός
- -ή, -ό (ΑΜ κεφαλικός, -ή, -ον) [κεφαλή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» — ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατόγ. «κεφαλικοὶ ἔμπλαστροι», Διοσκ.)2. αυτός που ανήκει στο άτομο3. αυτός που επιδρά στο κεφάλι, δηλ. στη ζωή (α. «κεφαλική ποινή» — η καταδίκη σε θάνατο ή η απώλεια τής ελευθερίας και τής ιδιότητας τού πολίτηβ. «κεφαλική δίκη»Αθανασ.)νεοελλ.-μσν.φρ. «κεφαλικός φόρος» — είδος φόρου ο οποίος καταβαλλόταν κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατ' άτομο από αλλοεθνείς υπηκόους, χαράτσιμσν.το ουδ. ως ουσ. τo κεφαλικόνα) αρρώστια τού κεφαλιούβ) φάρμακο για αρρώστια τού κεφαλιούαρχ.οξύς, κοφτερός («κεφαλικὴ σμίλη» Γαλ.).επίρρ...κεφαλικώς (ΑΜ)με κεφαλική ποινή, με θάνατοαρχ.κατά τη μορφή τής κεφαλής, σαν κεφάλι.
Dictionary of Greek. 2013.